- πυκτικώς
- Αεπίρρ. βλ. πυκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκτικῶς — πυκτικός skilled in boxing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτικός — ή, όν, Α [πύκτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην πυγμαχία 2. εξασκημένος στην πυγμαχία 3. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πυγμάχους («πυκτικοὶ πόνοι», Ρούφ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυκτική α) πυγμαχία β) έμπλαστρο κατάλληλο για πυγμάχους. επίρρ...… … Dictionary of Greek